εμπράγματος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπράγματος η εμπράγματη το εμπράγματο
      γενική του εμπράγματου της εμπράγματης του εμπράγματου
    αιτιατική τον εμπράγματο την εμπράγματη το εμπράγματο
     κλητική εμπράγματε εμπράγματη εμπράγματο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπράγματοι οι εμπράγματες τα εμπράγματα
      γενική των εμπράγματων των εμπράγματων των εμπράγματων
    αιτιατική τους εμπράγματους τις εμπράγματες τα εμπράγματα
     κλητική εμπράγματοι εμπράγματες εμπράγματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμπράγματος < εν- + πράγμα + -τος

Επίθετο

εμπράγματος, -η, -ο

  • (νομικός όρος) που έχει σχέση ή αναφέρεται στα πράγματα (π.χ. ακίνητα: οικόπεδα κ.ά.) και την έννομη κατοχή ή κυριότητα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.