εμμηνόπαυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμμηνόπαυση οι εμμηνοπαύσεις
      γενική της εμμηνόπαυσης* των εμμηνοπαύσεων
    αιτιατική την εμμηνόπαυση τις εμμηνοπαύσεις
     κλητική εμμηνόπαυση εμμηνοπαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμμηνοπαύσεως
Ο πληθυντικός σπάνιος.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμμηνόπαυση < (καθαρεύουσα) εμμηνόπαυσις < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ménopause < αρχαία ελληνική ἔμμην(α) + -ό- + παῦσις [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.miˈno.paf.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμμηνόπαυση

Ουσιαστικό

εμμηνόπαυση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.