κλιμακτήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλιμακτήριος | η | κλιμακτήρια | το | κλιμακτήριο |
| γενική | του | κλιμακτήριου | της | κλιμακτήριας | του | κλιμακτήριου |
| αιτιατική | τον | κλιμακτήριο | την | κλιμακτήρια | το | κλιμακτήριο |
| κλητική | κλιμακτήριε | κλιμακτήρια | κλιμακτήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλιμακτήριοι | οι | κλιμακτήριες | τα | κλιμακτήρια |
| γενική | των | κλιμακτήριων | των | κλιμακτήριων | των | κλιμακτήριων |
| αιτιατική | τους | κλιμακτήριους | τις | κλιμακτήριες | τα | κλιμακτήρια |
| κλητική | κλιμακτήριοι | κλιμακτήριες | κλιμακτήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλιμακτήριος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική climacterial < νεολατινική climacterium < climacter < αρχαία ελληνική κλιμακτήρ (σκαλοπάτι, κρίσιμο σημείο)[1]
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλιμακτήριος | οι | κλιμακτήριοι (κλιμακτήριες) |
| γενική | της | κλιμακτηρίου | των | κλιμακτηρίων |
| αιτιατική | την | κλιμακτήριο | τις | κλιμακτηρίους (κλιμακτήριες) |
| κλητική | κλιμακτήριε (κλιμακτήριο) | κλιμακτήριοι (κλιμακτήριες) | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
κλιμακτήριος θηλυκό
- η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται σε έναν οργανισμό η εμμηνόπαυση, συνήθως νοουμένου του γυναικείου, αν και μεταφορικά χρησιμοποιείται η φράση ανδρική κλιμακτήριος για την αντίστοιχη περίοδο ορμονικών αλλαγών στον μεσήλικα άνδρα
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλιμακτήριος | η | κλιμακτήρια | το | κλιμακτήριο |
| γενική | του | κλιμακτήριου | της | κλιμακτήριας | του | κλιμακτήριου |
| αιτιατική | τον | κλιμακτήριο | την | κλιμακτήρια | το | κλιμακτήριο |
| κλητική | κλιμακτήριε | κλιμακτήρια | κλιμακτήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλιμακτήριοι | οι | κλιμακτήριες | τα | κλιμακτήρια |
| γενική | των | κλιμακτήριων | των | κλιμακτήριων | των | κλιμακτήριων |
| αιτιατική | τους | κλιμακτήριους | τις | κλιμακτήριες | τα | κλιμακτήρια |
| κλητική | κλιμακτήριοι | κλιμακτήριες | κλιμακτήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
κλιμακτήριος, -α, -ο
- (και ως επίθετο) που αναφέρεται ή σχετίζεται με την κλιμακτήριο
- οι κλιμακτήριες διαταραχές
- (μεταφορικά) παρακμιακός, σε φάση μη παραγωγική
Αναφορές
- κλιμακτήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.