εμμηνοληξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμμηνοληξία οι εμμηνοληξίες
      γενική της εμμηνοληξίας των εμμηνοληξιών
    αιτιατική την εμμηνοληξία τις εμμηνοληξίες
     κλητική εμμηνοληξία εμμηνοληξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμμηνοληξία < έμμηνος + λήξη

Ουσιαστικό

εμμηνοληξία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.