προεμμηνοπαυσιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προεμμηνοπαυσιακός | η | προεμμηνοπαυσιακή | το | προεμμηνοπαυσιακό |
| γενική | του | προεμμηνοπαυσιακού | της | προεμμηνοπαυσιακής | του | προεμμηνοπαυσιακού |
| αιτιατική | τον | προεμμηνοπαυσιακό | την | προεμμηνοπαυσιακή | το | προεμμηνοπαυσιακό |
| κλητική | προεμμηνοπαυσιακέ | προεμμηνοπαυσιακή | προεμμηνοπαυσιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προεμμηνοπαυσιακοί | οι | προεμμηνοπαυσιακές | τα | προεμμηνοπαυσιακά |
| γενική | των | προεμμηνοπαυσιακών | των | προεμμηνοπαυσιακών | των | προεμμηνοπαυσιακών |
| αιτιατική | τους | προεμμηνοπαυσιακούς | τις | προεμμηνοπαυσιακές | τα | προεμμηνοπαυσιακά |
| κλητική | προεμμηνοπαυσιακοί | προεμμηνοπαυσιακές | προεμμηνοπαυσιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προεμμηνοπαυσιακός < προ- + εμμηνοπαυσιακός
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
προεμμηνοπαυσιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.