εμμηνοπαυσιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμμηνοπαυσιακός η εμμηνοπαυσιακή το εμμηνοπαυσιακό
      γενική του εμμηνοπαυσιακού της εμμηνοπαυσιακής του εμμηνοπαυσιακού
    αιτιατική τον εμμηνοπαυσιακό την εμμηνοπαυσιακή το εμμηνοπαυσιακό
     κλητική εμμηνοπαυσιακέ εμμηνοπαυσιακή εμμηνοπαυσιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμμηνοπαυσιακοί οι εμμηνοπαυσιακές τα εμμηνοπαυσιακά
      γενική των εμμηνοπαυσιακών των εμμηνοπαυσιακών των εμμηνοπαυσιακών
    αιτιατική τους εμμηνοπαυσιακούς τις εμμηνοπαυσιακές τα εμμηνοπαυσιακά
     κλητική εμμηνοπαυσιακοί εμμηνοπαυσιακές εμμηνοπαυσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εμμηνοπαυσιακός < εμμηνόπαυση

Επίθετο

εμμηνοπαυσιακός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.