μαγματογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαγματογενής | η | μαγματογενής | το | μαγματογενές |
| γενική | του | μαγματογενούς* | της | μαγματογενούς | του | μαγματογενούς |
| αιτιατική | τον | μαγματογενή | τη | μαγματογενή | το | μαγματογενές |
| κλητική | μαγματογενή(ς) | μαγματογενής | μαγματογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαγματογενείς | οι | μαγματογενείς | τα | μαγματογενή |
| γενική | των | μαγματογενών | των | μαγματογενών | των | μαγματογενών |
| αιτιατική | τους | μαγματογενείς | τις | μαγματογενείς | τα | μαγματογενή |
| κλητική | μαγματογενείς | μαγματογενείς | μαγματογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /maγ.ma.to.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαγ‐μα‐το‐γε‐νής
Μεταφράσεις
μαγματογενής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.