εκκαλών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκαλών η εκκαλούσα το εκκαλούν
      γενική του εκκαλούντος
& εκκαλούντα1
της εκκαλούσας
& εκκαλούσης*
του εκκαλούντος
    αιτιατική τον εκκαλούντα την εκκαλούσα το εκκαλούν
     κλητική εκκαλών εκκαλούσα εκκαλούν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκαλούντες οι εκκαλούσες τα εκκαλούντα
      γενική των εκκαλούντων των εκκαλουσών των εκκαλούντων
    αιτιατική τους εκκαλούντες τις εκκαλούσες τα εκκαλούντα
     κλητική εκκαλούντες εκκαλούσες εκκαλούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκκαλών < αρχαία ελληνική ἐκκαλῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐκκαλῶ, συνηρημένου τύπου του ἐκκαλέω

Μετοχή

εκκαλών, ούσα, -ούν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.