εφεσιβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εφεσιβάλλω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
εφεσιβάλλω
- προσβάλλω πρωτόδικη απόφαση δικαστηρίου και την παραπέμπω σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο για έλεγχο
Συγγενικά
- έφεση
- αναιρεσιβάλλω
Μεταφράσεις
εφεσιβάλλω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.