άδειασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άδειασμα | τα | αδειάσματα |
| γενική | του | αδειάσματος | των | αδειασμάτων |
| αιτιατική | το | άδειασμα | τα | αδειάσματα |
| κλητική | άδειασμα | αδειάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ðʝa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐δει‐α‐σμα
Ουσιαστικό
άδειασμα ουδέτερο
- η διαδικασία του αδειάζω
- η αφαίρεση του περιεχομένου
- η απομάκρυνση ανθρώπων από ένα χώρο
- (μεταφορικά) η παραγωγή συναισθηματικών και πνευματικών κενών
- (λαϊκό) το να παρατάς κάποιον απροστάτευτο χωρίς να δικαιολογήσεις τις πράξεις τους και τους διαλόγους του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.