εκκενώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκκενώνω < αρχαία ελληνική ἐκκενόω / ἐκκενῶ < κενόω / κενῶ < κενός < κενϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱen-
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ceˈno.no/
Ρήμα
εκκενώνω (παθητική φωνή: εκκενώνομαι)
- (λόγιο) αδειάζω κάποιο χώρο απ’ το περιεχόμενό του, τον κάνω κενό
- απομακρύνω κάποια άτομα από έναν χώρο (για στρατιωτικούς ή άλλους λόγους)
Συγγενικά
- εκκένωση
- εκκενωτής
- εκκενωτικό
- εκκενωτικός
- εκκενώτρια
- → δείτε τις λέξεις εκ, κενώνω και κενός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκκενώνω | εκκένωνα | θα εκκενώνω | να εκκενώνω | εκκενώνοντας | |
| β' ενικ. | εκκενώνεις | εκκένωνες | θα εκκενώνεις | να εκκενώνεις | εκκένωνε | |
| γ' ενικ. | εκκενώνει | εκκένωνε | θα εκκενώνει | να εκκενώνει | ||
| α' πληθ. | εκκενώνουμε | εκκενώναμε | θα εκκενώνουμε | να εκκενώνουμε | ||
| β' πληθ. | εκκενώνετε | εκκενώνατε | θα εκκενώνετε | να εκκενώνετε | εκκενώνετε | |
| γ' πληθ. | εκκενώνουν(ε) | εκκένωναν εκκενώναν(ε) |
θα εκκενώνουν(ε) | να εκκενώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκκένωσα | θα εκκενώσω | να εκκενώσω | εκκενώσει | ||
| β' ενικ. | εκκένωσες | θα εκκενώσεις | να εκκενώσεις | εκκένωσε | ||
| γ' ενικ. | εκκένωσε | θα εκκενώσει | να εκκενώσει | |||
| α' πληθ. | εκκενώσαμε | θα εκκενώσουμε | να εκκενώσουμε | |||
| β' πληθ. | εκκενώσατε | θα εκκενώσετε | να εκκενώσετε | εκκενώστε | ||
| γ' πληθ. | εκκένωσαν εκκενώσαν(ε) |
θα εκκενώσουν(ε) | να εκκενώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκκενώσει | είχα εκκενώσει | θα έχω εκκενώσει | να έχω εκκενώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκκενώσει | είχες εκκενώσει | θα έχεις εκκενώσει | να έχεις εκκενώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκκενώσει | είχε εκκενώσει | θα έχει εκκενώσει | να έχει εκκενώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκκενώσει | είχαμε εκκενώσει | θα έχουμε εκκενώσει | να έχουμε εκκενώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκκενώσει | είχατε εκκενώσει | θα έχετε εκκενώσει | να έχετε εκκενώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκκενώσει | είχαν εκκενώσει | θα έχουν εκκενώσει | να έχουν εκκενώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.