θαμβωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θαμβωτικός | η | θαμβωτική | το | θαμβωτικό |
| γενική | του | θαμβωτικού | της | θαμβωτικής | του | θαμβωτικού |
| αιτιατική | τον | θαμβωτικό | τη | θαμβωτική | το | θαμβωτικό |
| κλητική | θαμβωτικέ | θαμβωτική | θαμβωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θαμβωτικοί | οι | θαμβωτικές | τα | θαμβωτικά |
| γενική | των | θαμβωτικών | των | θαμβωτικών | των | θαμβωτικών |
| αιτιατική | τους | θαμβωτικούς | τις | θαμβωτικές | τα | θαμβωτικά |
| κλητική | θαμβωτικοί | θαμβωτικές | θαμβωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θαμβωτικός < θαμβ(ώνω) (θαμπώνω κατά την αρχαία ρίζα θαμβ-) + -τικός < μεσαιωνική ελληνική θαμπώνω < ελληνιστική κοινή θαμβόω / θαμβῶ < θάμβος < προελληνική[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θaɱ.vo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θαμ‐βω‐τι‐κός
Μεταφράσεις
θαμβωτικός
|
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.