εκατόμβη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκατόμβη οι εκατόμβες
      γενική της εκατόμβης των εκατομβών
    αιτιατική την εκατόμβη τις εκατόμβες
     κλητική εκατόμβη εκατόμβες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκατόμβη < αρχαία ελληνική ἑκατόμβη < ἑκατόν + βοῦς (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hécatombe < λατινικά hecatombe < αρχαία ελληνική ἑκατόμβη)

Ουσιαστικό

εκατόμβη θηλυκό

  1. (θρησκεία) θυσία 100 βοδιών (και γενικότερα κάθε μεγαλοπρεπής θυσία)
  2. (μεταφορικά) μεγάλη απώλεια ζωών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.