ἑκατόμβη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἑκᾰτόμβα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ἑκατόμβη | αἱ | ἑκατόμβαι | |
| γενική | τῆς | ἑκατόμβης | τῶν | ἑκατομβῶν | |
| δοτική | τῇ | ἑκατόμβῃ | ταῖς | ἑκατόμβαις | |
| αιτιατική | τὴν | ἑκατόμβην | τὰς | ἑκατόμβᾱς | |
| κλητική ὦ! | ἑκατόμβη | ἑκατόμβαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑκατόμβᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑκατόμβαιν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἑκατόμβη θηλυκό
Παράγωγα
- Ἑκατομβαιών
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ἑκατόμβη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑκατόμβη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «εκατόμβη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.