εικοσιτετράωρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικοσιτετράωρος η εικοσιτετράωρη το εικοσιτετράωρο
      γενική του εικοσιτετράωρου της εικοσιτετράωρης του εικοσιτετράωρου
    αιτιατική τον εικοσιτετράωρο την εικοσιτετράωρη το εικοσιτετράωρο
     κλητική εικοσιτετράωρε εικοσιτετράωρη εικοσιτετράωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικοσιτετράωροι οι εικοσιτετράωρες τα εικοσιτετράωρα
      γενική των εικοσιτετράωρων των εικοσιτετράωρων των εικοσιτετράωρων
    αιτιατική τους εικοσιτετράωρους τις εικοσιτετράωρες τα εικοσιτετράωρα
     κλητική εικοσιτετράωροι εικοσιτετράωρες εικοσιτετράωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εικοσιτετράωρος < εικοσι- + τετρά- (< τέσσερα) + ώρ(α) + -ος, αντί του *εικοσιτεσσάωρος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vingt-quatre heures [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ko.si.teˈtɾa.o.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εικοσιτετράωρος

Επίθετο

εικοσιτετράωρος, -η, -ο

  • που έχει διάρκεια είκοσι τεσσάρων ωρών, μιας ολόκληρης μέρας
    εικοσιτετράωρος ραδιοφωνικός μαραθώνιος, εικοσιτετράωρη απεργία

  • εικοστετράωρος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.