είκοσι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- είκοσι < αρχαία ελληνική εἴκοσι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ko.si/
Αριθμητικό
είκοσι
- το απόλυτο αριθμητικό (20) που ακολουθεί το δεκαεννιά (19) και προηγείται του είκοσι ένα (21), με τα σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου γράφεται κ΄ και στο λατινικό σύστημα αρίθμησης XX
Ουσιαστικό
είκοσι ουδέτερο ή θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- ουδέτερο: ο ανώτερος σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
- ουδέτερο: οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 20
- μου δίνετε το κλειδί για το είκοσι σας παρακαλώ;
- ουδέτερο: το έτος 1920 και ή δεκαετία του 1920
- ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ηλικία
- στα είκοσί του πήγε φαντάρος
- θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ημερομηνία
- στις είκοσι του μηνός
Παράγωγα
| αριθμητικά | |
| απόλυτο: | είκοσι |
| ψηφίο: | εικοσάρι |
| τακτικό: | εικοστός |
| πολλαπλασιαστικό: | εικοσαπλός |
| αναλογικό: | εικοσαπλάσιος |
| περιληπτικό: | εικοσάδα, εικοσαριά |
| επίρρημα: | εικοσάκις |
| πρόθημα: | εικοσα- |
| χρονικά | |
| λεπτά: | εικοσάλεπτο |
| ώρες: | εικοσάωρο |
| ημέρες: | εικοσαήμερο |
| μήνες: | εικοσάμηνο |
| έτη: | εικοσαετία |
| διάρκεια: | εικοσαετής, εικοσαετές - εικοσάχρονος, εικοσάχρονη, εικοσάχρονο |
Συγγενικά
Μεταφράσεις
είκοσι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.