εικονογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εικονογράφος οι εικονογράφοι
      γενική του/της εικονογράφου των εικονογράφων
    αιτιατική τον/την εικονογράφο τους/τις εικονογράφους
     κλητική εικονογράφε εικονογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονογράφος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εἰκονογράφος < αρχαία ελληνική εἰκονογράφος (ζωγράφος πορτραίτων)

Ουσιαστικό

εικονογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ζωγραφική, χριστιανισμός) που εικονογραφεί, που ζωγραφίζει θρησκευτικές εικόνες
     συνώνυμα: αγιογράφος
  2. (επάγγελμα) που εικονογραφεί βιβλία, έντυπα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.