εικονογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εικονογραφώ < (ελληνιστική κοινή) εἰκονογραφέω / εἰκονογραφῶ < αρχαία ελληνική εἰκονογράφος < εἰκών + γράφω
Ρήμα
εικονογραφώ (παθητική φωνή: εικονογραφούμαι)
- ζωγραφίζω εικόνες σε κάποιο χειρόγραφο ή για να τυπωθούν σε βιβλίο, περιοδικό κ.λπ.
- περιγράφω κάτι χρησιμοποιώντας εικόνες λόγου
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εικονογράφος, εικόνα και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εικονογραφώ | εικονογραφούσα | θα εικονογραφώ | να εικονογραφώ | εικονογραφώντας | |
| β' ενικ. | εικονογραφείς | εικονογραφούσες | θα εικονογραφείς | να εικονογραφείς | ||
| γ' ενικ. | εικονογραφεί | εικονογραφούσε | θα εικονογραφεί | να εικονογραφεί | ||
| α' πληθ. | εικονογραφούμε | εικονογραφούσαμε | θα εικονογραφούμε | να εικονογραφούμε | ||
| β' πληθ. | εικονογραφείτε | εικονογραφούσατε | θα εικονογραφείτε | να εικονογραφείτε | εικονογραφείτε | |
| γ' πληθ. | εικονογραφούν(ε) | εικονογραφούσαν(ε) | θα εικονογραφούν(ε) | να εικονογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εικονογράφησα | θα εικονογραφήσω | να εικονογραφήσω | εικονογραφήσει | ||
| β' ενικ. | εικονογράφησες | θα εικονογραφήσεις | να εικονογραφήσεις | εικονογράφησε | ||
| γ' ενικ. | εικονογράφησε | θα εικονογραφήσει | να εικονογραφήσει | |||
| α' πληθ. | εικονογραφήσαμε | θα εικονογραφήσουμε | να εικονογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | εικονογραφήσατε | θα εικονογραφήσετε | να εικονογραφήσετε | εικονογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | εικονογράφησαν εικονογραφήσαν(ε) |
θα εικονογραφήσουν(ε) | να εικονογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εικονογραφήσει | είχα εικονογραφήσει | θα έχω εικονογραφήσει | να έχω εικονογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εικονογραφήσει | είχες εικονογραφήσει | θα έχεις εικονογραφήσει | να έχεις εικονογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εικονογραφήσει | είχε εικονογραφήσει | θα έχει εικονογραφήσει | να έχει εικονογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εικονογραφήσει | είχαμε εικονογραφήσει | θα έχουμε εικονογραφήσει | να έχουμε εικονογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εικονογραφήσει | είχατε εικονογραφήσει | θα έχετε εικονογραφήσει | να έχετε εικονογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εικονογραφήσει | είχαν εικονογραφήσει | θα έχουν εικονογραφήσει | να έχουν εικονογραφήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εικονογραφούμαι | εικονογραφούμουν | θα εικονογραφούμαι | να εικονογραφούμαι | ||
| β' ενικ. | εικονογραφείσαι | εικονογραφούσουν | θα εικονογραφείσαι | να εικονογραφείσαι | ||
| γ' ενικ. | εικονογραφείται | εικονογραφούνταν | θα εικονογραφείται | να εικονογραφείται | ||
| α' πληθ. | εικονογραφούμαστε | εικονογραφούμασταν εικονογραφούμαστε |
θα εικονογραφούμαστε | να εικονογραφούμαστε | ||
| β' πληθ. | εικονογραφείστε | εικονογραφούσασταν εικονογραφούσαστε |
θα εικονογραφείστε | να εικονογραφείστε | εικονογραφείστε | |
| γ' πληθ. | εικονογραφούνται | εικονογραφούνταν | θα εικονογραφούνται | να εικονογραφούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εικονογραφήθηκα | θα εικονογραφηθώ | να εικονογραφηθώ | εικονογραφηθεί | ||
| β' ενικ. | εικονογραφήθηκες | θα εικονογραφηθείς | να εικονογραφηθείς | εικονογραφήσου | ||
| γ' ενικ. | εικονογραφήθηκε | θα εικονογραφηθεί | να εικονογραφηθεί | |||
| α' πληθ. | εικονογραφηθήκαμε | θα εικονογραφηθούμε | να εικονογραφηθούμε | |||
| β' πληθ. | εικονογραφηθήκατε | θα εικονογραφηθείτε | να εικονογραφηθείτε | εικονογραφηθείτε | ||
| γ' πληθ. | εικονογραφήθηκαν εικονογραφηθήκαν(ε) |
θα εικονογραφηθούν(ε) | να εικονογραφηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εικονογραφηθεί | είχα εικονογραφηθεί | θα έχω εικονογραφηθεί | να έχω εικονογραφηθεί | εικονογραφημένος | |
| β' ενικ. | έχεις εικονογραφηθεί | είχες εικονογραφηθεί | θα έχεις εικονογραφηθεί | να έχεις εικονογραφηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εικονογραφηθεί | είχε εικονογραφηθεί | θα έχει εικονογραφηθεί | να έχει εικονογραφηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εικονογραφηθεί | είχαμε εικονογραφηθεί | θα έχουμε εικονογραφηθεί | να έχουμε εικονογραφηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εικονογραφηθεί | είχατε εικονογραφηθεί | θα έχετε εικονογραφηθεί | να έχετε εικονογραφηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εικονογραφηθεί | είχαν εικονογραφηθεί | θα έχουν εικονογραφηθεί | να έχουν εικονογραφηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εικονογραφημένος - είμαστε, είστε, είναι εικονογραφημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εικονογραφημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εικονογραφημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εικονογραφημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εικονογραφημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εικονογραφημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εικονογραφημένοι | |||||
Μεταφράσεις
εικονογραφώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.