εικονογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εικονογράφηση | οι | εικονογραφήσεις |
| γενική | της | εικονογράφησης* | των | εικονογραφήσεων |
| αιτιατική | την | εικονογράφηση | τις | εικονογραφήσεις |
| κλητική | εικονογράφηση | εικονογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εικονογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
%252C_Mu.ZEE_Oostende%252C_SM002527_(5).jpg.webp)
σελίδα από βιβλίο με εικονογράφηση
Ετυμολογία
- εικονογράφηση < εικονογραφώ + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ko.noˈɣɾa.fi.si/
Ουσιαστικό
εικονογράφηση θηλυκό
- η διακόσμηση με εικόνες (φωτογραφίες, ζωγραφικές παραστάσεις κ.ά.) ενός εντύπου ή ενός χειρογράφου
- η υποστήριξη ενός κειμένου με συνακόλουθες εικόνες
- (θρησκεία) αγιογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.