εικονογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονογραφία οι εικονογραφίες
      γενική της εικονογραφίας των εικονογραφιών
    αιτιατική την εικονογραφία τις εικονογραφίες
     κλητική εικονογραφία εικονογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονογραφία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εἰκονογραφία < ελληνιστική κοινή εἰκονογραφία (αναπαράσταση, περιγραφή)[1] < αρχαία ελληνική εἰκονογράφος < εἰκών + γράφω (εικονο- + -γραφία)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ko.no.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εικονογρφία

Ουσιαστικό

εικονογραφία θηλυκό

  • (ζωγραφική) η τέχνη της ζωγραφικής παράστασης θρησκευτικών θεμάτων ή ιερών προσώπω
    βυζαντινή εικονογραφία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.