εικονογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εικονογράφημα τα εικονογραφήματα
      γενική του εικονογραφήματος των εικονογραφημάτων
    αιτιατική το εικονογράφημα τα εικονογραφήματα
     κλητική εικονογράφημα εικονογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονογράφημα < μεσαιωνική ελληνική εικονογράφημα < (ελληνιστική κοινή) εἰκονογραφέω < αρχαία ελληνική εἰκονογράφος < εἰκών + γράφω

Ουσιαστικό

εικονογράφημα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.