ειδικευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ειδικευμένος | η | ειδικευμένη | το | ειδικευμένο |
| γενική | του | ειδικευμένου | της | ειδικευμένης | του | ειδικευμένου |
| αιτιατική | τον | ειδικευμένο | την | ειδικευμένη | το | ειδικευμένο |
| κλητική | ειδικευμένε | ειδικευμένη | ειδικευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ειδικευμένοι | οι | ειδικευμένες | τα | ειδικευμένα |
| γενική | των | ειδικευμένων | των | ειδικευμένων | των | ειδικευμένων |
| αιτιατική | τους | ειδικευμένους | τις | ειδικευμένες | τα | ειδικευμένα |
| κλητική | ειδικευμένοι | ειδικευμένες | ειδικευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ði.cevˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐δι‐κευ‐μέ‐νος
Μεταφράσεις
ειδικευμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.