εγωπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγωπάθεια οι εγωπάθειες
      γενική της εγωπάθειας των εγωπαθειών
    αιτιατική την εγωπάθεια τις εγωπάθειες
     κλητική εγωπάθεια εγωπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγωπάθεια < εγωπαθής + -εια < εγώ[1] + -παθής[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɣoˈpa.θi.a/

Ουσιαστικό

εγωπάθεια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.