τραυματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τραυματισμός | οι | τραυματισμοί |
| γενική | του | τραυματισμού | των | τραυματισμών |
| αιτιατική | τον | τραυματισμό | τους | τραυματισμούς |
| κλητική | τραυματισμέ | τραυματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραυματισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τραυματισμός αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.