ακινητοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακινητοποίηση | οι | ακινητοποιήσεις |
| γενική | της | ακινητοποίησης* | των | ακινητοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ακινητοποίηση | τις | ακινητοποιήσεις |
| κλητική | ακινητοποίηση | ακινητοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ακινητοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακινητοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ακινητοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία κάποιος ακινητοποιεί ένα σώμα που κινείται, το σταματά, ή το εμποδίζει από το να κινηθεί, το κρατά ακίνητο
- είναι απαραίτητη η ακινητοποίηση του οστού για τη σωστή θεραπεία του κατάγματος
- ακινητοποίηση χρόνου, κατά τον Αϊνστάιν, έχουμε όταν τρέχουμε με την ταχύτητα του φωτός
- περιουσιακό στοιχείο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ακινητοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.