ακινητοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακινητοποίηση οι ακινητοποιήσεις
      γενική της ακινητοποίησης* των ακινητοποιήσεων
    αιτιατική την ακινητοποίηση τις ακινητοποιήσεις
     κλητική ακινητοποίηση ακινητοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακινητοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακινητοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ακινητοποίηση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία κάποιος ακινητοποιεί ένα σώμα που κινείται, το σταματά, ή το εμποδίζει από το να κινηθεί, το κρατά ακίνητο
είναι απαραίτητη η ακινητοποίηση του οστού για τη σωστή θεραπεία του κατάγματος
ακινητοποίηση χρόνου, κατά τον Αϊνστάιν, έχουμε όταν τρέχουμε με την ταχύτητα του φωτός
  1. περιουσιακό στοιχείο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.