δυτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
δυτικά < δυτικός
Επίρρημα
δυτικά
- προς τη δύση, στο δυτικό μέρος
- ο άνεμος έσπρωχνε τη βάρκα δυτικά
- δυτικά από τις ΗΠΑ βρίσκεται το νησιωτικό σύμπλεγμα της Χαβάης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.