δύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δύω
  2. θα δύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δύση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.