δωροδόκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δωροδόκος | οι | δωροδόκοι |
| γενική | του/της | δωροδόκου | των | δωροδόκων |
| αιτιατική | τον/τη | δωροδόκο | τους/τις | δωροδόκους |
| κλητική | δωροδόκε | δωροδόκοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δωροδόκος < αρχαία ελληνική δωροδόκος < δῶρον + -δόκος
Μεταφράσεις
δωροδόκος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δωροδόκος | τὸ | δωροδόκον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δωροδόκου | τοῦ | δωροδόκου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δωροδόκῳ | τῷ | δωροδόκῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δωροδόκον | τὸ | δωροδόκον | ||
| κλητική ὦ! | δωροδόκε | δωροδόκον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δωροδόκοι | τὰ | δωροδόκᾰ | ||
| γενική | τῶν | δωροδόκων | τῶν | δωροδόκων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δωροδόκοις | τοῖς | δωροδόκοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δωροδόκους | τὰ | δωροδόκᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δωροδόκοι | δωροδόκᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δωροδόκω | τὼ | δωροδόκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δωροδόκοιν | τοῖν | δωροδόκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ουσιαστικό
δωροδόκος, -ος, -ον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.