δυσηλεκτραγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσηλεκτραγωγός η δυσηλεκτραγωγός
& δυσηλεκτραγωγή
το δυσηλεκτραγωγό
      γενική του δυσηλεκτραγωγού της δυσηλεκτραγωγού
& δυσηλεκτραγωγής
του δυσηλεκτραγωγού
    αιτιατική τον δυσηλεκτραγωγό τη δυσηλεκτραγωγό
& δυσηλεκτραγωγή
το δυσηλεκτραγωγό
     κλητική δυσηλεκτραγωγέ δυσηλεκτραγωγέ
& δυσηλεκτραγωγή
δυσηλεκτραγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσηλεκτραγωγοί οι δυσηλεκτραγωγοί
& δυσηλεκτραγωγές
τα δυσηλεκτραγωγά
      γενική των δυσηλεκτραγωγών των δυσηλεκτραγωγών των δυσηλεκτραγωγών
    αιτιατική τους δυσηλεκτραγωγούς τις δυσηλεκτραγωγούς
& δυσηλεκτραγωγές
τα δυσηλεκτραγωγά
     κλητική δυσηλεκτραγωγοί δυσηλεκτραγωγοί
& δυσηλεκτραγωγές
δυσηλεκτραγωγά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσηλεκτραγωγός < δυσ- + ηλεκτραγωγός (ηλεκτρ- + -αγωγός) [1]

Επίθετο

δυσηλεκτραγωγός, -ός / -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.