ευηλεκτραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | ευηλεκτραγωγός | το | ευηλεκτραγωγό | ||
| γενική | του/της | ευηλεκτραγωγού | του | ευηλεκτραγωγού | ||
| αιτιατική | τον/την | ευηλεκτραγωγό | το | ευηλεκτραγωγό | ||
| κλητική | ευηλεκτραγωγέ | ευηλεκτραγωγό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | ευηλεκτραγωγοί | τα | ευηλεκτραγωγά | ||
| γενική | των | ευηλεκτραγωγών | των | ευηλεκτραγωγών | ||
| αιτιατική | τους/τις | ευηλεκτραγωγούς | τα | ευηλεκτραγωγά | ||
| κλητική | ευηλεκτραγωγοί | ευηλεκτραγωγά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευηλεκτραγωγός < ευ- + ηλεκτραγωγός
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ευηλεκτραγωγός
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- *ευηλεκτρ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.