δυσανεξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυσανεξία | οι | δυσανεξίες |
| γενική | της | δυσανεξίας | των | δυσανεξιών |
| αιτιατική | τη | δυσανεξία | τις | δυσανεξίες |
| κλητική | δυσανεξία | δυσανεξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυσανεξία < δυσ- + ανεξ- (ανέχομαι) + -ία, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intolérance [1][2]
Ουσιαστικό
δυσανεξία θηλυκό
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δυσανεξία
|
Αναφορές
- δυσανεξία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δυσανεξία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.