δυσανοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσανοχή οι δυσανοχές
      γενική της δυσανοχής των δυσανοχών
    αιτιατική τη δυσανοχή τις δυσανοχές
     κλητική δυσανοχή δυσανοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσανοχή < δυσ- + ανοχή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intolérance[1])

Ουσιαστικό

δυσανοχή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. δυσανεξία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.