reaction
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| reaction | reactions |
Ουσιαστικό
reaction (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντίδραση, αυτό που κάνω, λέω ή σκέφτομαι ως αποτέλεσμα κάτι που έχει συμβεί
- ↪ action and reaction - δράση και αντίδραση
- ↪ What was his reaction to our proposal?
- Ποια ήταν η αντίδρασή του στην πρότασή μας;
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, χημεία) η αντίδραση
- ↪ a chain/nuclear/chemical reaction - αλυσιδωτή/πυρηνική/χημική αντίδραση
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.