παθολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παθολογία οι παθολογίες
      γενική της παθολογίας των παθολογιών
    αιτιατική την παθολογία τις παθολογίες
     κλητική παθολογία παθολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παθολογία < (λόγιο δάνειο) γαλλική pathologie[1] < πάθος + -λογία

Ουσιαστικό

παθολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.