δυσανεκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσανεκτικός η δυσανεκτική το δυσανεκτικό
      γενική του δυσανεκτικού της δυσανεκτικής του δυσανεκτικού
    αιτιατική τον δυσανεκτικό τη δυσανεκτική το δυσανεκτικό
     κλητική δυσανεκτικέ δυσανεκτική δυσανεκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσανεκτικοί οι δυσανεκτικές τα δυσανεκτικά
      γενική των δυσανεκτικών των δυσανεκτικών των δυσανεκτικών
    αιτιατική τους δυσανεκτικούς τις δυσανεκτικές τα δυσανεκτικά
     κλητική δυσανεκτικοί δυσανεκτικές δυσανεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσανεκτικός < δυσ- + ανεκτικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intolérant)

Επίθετο

δυσανεκτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.