δυσήνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | δυσήνιος | το | δυσήνιο | ||
| γενική | του/της | δυσήνιου | του | δυσήνιου | ||
| αιτιατική | τον/τη | δυσήνιο | το | δυσήνιο | ||
| κλητική | δυσήνιε | δυσήνιο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | δυσήνιοι | τα | δυσήνια | ||
| γενική | των | δυσήνιων | των | δυσήνιων | ||
| αιτιατική | τους/τις | δυσήνιους | τα | δυσήνια | ||
| κλητική | δυσήνιοι | δυσήνια | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσήνιος < αρχαία ελληνική δυσήνιος (δυσ- + ηνίο)
Επίθετο
δυσήνιος, -ος, -ο
- απείθαρχος, που δεν τιθασεύεται εύκολα, αδάμαστος, αυτός που δύσκολα δέχεται χαλινάρι
Μεταφράσεις
δυσήνιος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δυσήνιος | τὸ | δυσήνιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δυσηνίου | τοῦ | δυσηνίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δυσηνίῳ | τῷ | δυσηνίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δυσήνιον | τὸ | δυσήνιον | ||
| κλητική ὦ! | δυσήνιε | δυσήνιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δυσήνιοι | τὰ | δυσήνιᾰ | ||
| γενική | τῶν | δυσηνίων | τῶν | δυσηνίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δυσηνίοις | τοῖς | δυσηνίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυσηνίους | τὰ | δυσήνιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δυσήνιοι | δυσήνιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσηνίω | τὼ | δυσηνίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυσηνίοιν | τοῖν | δυσηνίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσήνιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
δυσήνιος -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (για ζώα) αδάμαστος
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας Επίκτητος, Επικτήτειον Γνωμολογικόν [Gnomologium Epicteteum (e Stobaei libris 3-4)], Section 63 @scaife.perseus
- Καθάπερ ἀγαθὸς πωλοδάμνης οὐ τῶν πώλων τοὺς μὲν ἀγαθοὺς τρέφει, τοὺς δὲ δυσηνίους λιμώττειν ἐᾷ, ἀλλὰ τρέφει μὲν ἐπ' ἴσης ἄμφω, κολάζει δὲ μᾶλλον θάτερον ἐξισοῦν θατέρῳ βιαζόμενος μέρει: οὕτω καὶ κηδεμονικὸς ἀνὴρ καὶ πολιτικῆς ἐπιστήμων δυνάμεως τῶν πολιτῶν τοὺς μὲν εὐγνώμονας ποιεῖν ἐπιχειρεῖ, τοὺς δὲ ἔμπαλιν οὐ καθάπαξ διαφθείρεσθαι,
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας Φλάβιος Φιλόστρατος, Βίος Απολλωνίου του Τυανέως, Βιβλίο Α
- κἀκεῖνον μέν, ὥσπερ οἱ καταψῶντες τοὺς δυσηνίους τε καὶ μὴ εὐαγώγους τῶν ἵππων, ἐς πειθὼ ἤγαγε καὶ μετερρύθμισε τῶν ἁμαρτημάτων πολλῶν ὄντων,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας Επίκτητος, Επικτήτειον Γνωμολογικόν [Gnomologium Epicteteum (e Stobaei libris 3-4)], Section 63 @scaife.perseus
- (για ανθρώπους) απείθαρχος, ατίθασος, αδάμαστος
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ωριγένης, Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis), 2.4 @scaife.perseus
- εἰ δὲ νέους δύναται συνετίζειν ἔνθα πολὺ τὸ δυσήνιον, μὴ παρούσης· πολλῷ μᾶλλον πρεσβύτῃ ὠφέλιμος.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ωριγένης, Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis), 2.4 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) ανεξέλεγκτος
Επίθετο
δυσήνιος -ος, -ον
- αυτός που εύκολα πέφτει σε ανία, αυτός που εύκολα εκνευρίζεται, βαρύθυμος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, Epidemiarum, 3.17.11 @scaife.perseus
- Ἐν Θάσῳ γυνὴ δυσήνιος, ἐκ λύπης μετὰ προφάσιος ὀρθοστάδην ἐγένετο ἄγρυπνός τε καὶ ἄσιτος,
- ≈ συνώνυμα: δυσάνιος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, Epidemiarum, 3.17.11 @scaife.perseus
Πηγές
- δυσήνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.