βαρύθυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαρύθυμος | η | βαρύθυμη | το | βαρύθυμο |
| γενική | του | βαρύθυμου | της | βαρύθυμης | του | βαρύθυμου |
| αιτιατική | τον | βαρύθυμο | τη | βαρύθυμη | το | βαρύθυμο |
| κλητική | βαρύθυμε | βαρύθυμη | βαρύθυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαρύθυμοι | οι | βαρύθυμες | τα | βαρύθυμα |
| γενική | των | βαρύθυμων | των | βαρύθυμων | των | βαρύθυμων |
| αιτιατική | τους | βαρύθυμους | τις | βαρύθυμες | τα | βαρύθυμα |
| κλητική | βαρύθυμοι | βαρύθυμες | βαρύθυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαρύθυμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βαρύθυμος < βαρύ- + θυμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈɾi.θi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρύ‐θυ‐μος
Επίθετο
βαρύθυμος, -η, -ο
- που δεν βρίσκεται σε καλή ψυχολογική κατάσταση
- ※ Ήταν βαρύθυμος με μάτια τόσο κόκκινα και πρησμένα σαν να 'χε κλάψει ώρες. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- βαρύθυμος < βαρύ- + θυμός
Επίθετο
βαρύθυμος, -ος, -ον
- → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βαρύθυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαρύθυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.