δυνητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυνητικός | η | δυνητική | το | δυνητικό |
| γενική | του | δυνητικού | της | δυνητικής | του | δυνητικού |
| αιτιατική | τον | δυνητικό | τη | δυνητική | το | δυνητικό |
| κλητική | δυνητικέ | δυνητική | δυνητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυνητικοί | οι | δυνητικές | τα | δυνητικά |
| γενική | των | δυνητικών | των | δυνητικών | των | δυνητικών |
| αιτιατική | τους | δυνητικούς | τις | δυνητικές | τα | δυνητικά |
| κλητική | δυνητικοί | δυνητικές | δυνητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυνητικός < (ελληνιστική κοινή) δυνητικός < αρχαία ελληνική δύναμαι
Επίθετο
δυνητικός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ή να συμβεί, πιθανός, ενδεχόμενος, ο εφικτός υπό προϋποθέσεις ή απλή τυχαιότητα
- (νομικός όρος) που τίθεται σε εφαρμογή υπό προϋποθέσεις
- δυνητική ρήτρα
- (γραμματική) που θα μπορούσε να συμβεί
Συγγενικά
- δυνητικότητα
- → δείτε τις λέξεις δύναμαι και δύναμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.