virtual
Αγγλικά (en)
Επίθετο
virtual (en)
- στην ουσία (αλλά όχι από εξωτερική άποψη), κατ' ουσίαν
- this defeat was a virtual victory
- αυτή η ήττα ήταν στην ουσία μια νίκη
- this defeat was a virtual victory
- (πληροφορική) εικονικός, ιδεατός, που δεν έχει φυσική υπόσταση αλλά είναι δημιούργημα προγραμματισμού
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.