δυνητικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δυνητικά < δυνητικός

Επίρρημα

δυνητικά

  1. (φιλοσοφία) για κάτι εν δυνάμει υπαρκτό
  2. (καθομιλουμένη) για το δυνατό να συμβεί

Σημειώσεις

Στη σχολαστική φιλοσοφία το δυνητικό είναι αυτό που υπάρχει εν δυνάμει και όχι εν ενεργεία. «Το δέντρο είναι δυνητικά παρόν μέσα στο σπόρο». Μιλώντας με φιλοσοφική αυστηρότητα, το δυνητικό δεν αντιπαρατίθεται στο πραγματικό, αλλά στο εν ενεργεία υπαρκτό.

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δυνητικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.