υποταγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποταγή | οι | υποταγές |
| γενική | της | υποταγής | των | υποταγών |
| αιτιατική | την | υποταγή | τις | υποταγές |
| κλητική | υποταγή | υποταγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποταγή < ελληνιστική κοινή ὑποταγή < ελληνιστική κοινή ὑποτάσσω
Μεταφράσεις
υποταγή
Πηγές
- υποταγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.