διώροφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διώροφος | η | διώροφη | το | διώροφο |
| γενική | του | διώροφου | της | διώροφης | του | διώροφου |
| αιτιατική | τον | διώροφο | τη | διώροφη | το | διώροφο |
| κλητική | διώροφε | διώροφη | διώροφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διώροφοι | οι | διώροφες | τα | διώροφα |
| γενική | των | διώροφων | των | διώροφων | των | διώροφων |
| αιτιατική | τους | διώροφους | τις | διώροφες | τα | διώροφα |
| κλητική | διώροφοι | διώροφες | διώροφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διώροφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διώροφος < (δίς, δύο) δι- + -ώροφος (όροφος με συνθετική έκταση του ο σε ω
Επίθετο
διώροφος, -η, -ο
Μεταφράσεις
διώροφος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | διώροφος | τὸ | διώροφον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | διωρόφου | τοῦ | διωρόφου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | διωρόφῳ | τῷ | διωρόφῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | διώροφον | τὸ | διώροφον | ||
| κλητική ὦ! | διώροφε | διώροφον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | διώροφοι | τὰ | διώροφᾰ | ||
| γενική | τῶν | διωρόφων | τῶν | διωρόφων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | διωρόφοις | τοῖς | διωρόφοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | διωρόφους | τὰ | διώροφᾰ | ||
| κλητική ὦ! | διώροφοι | διώροφᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διωρόφω | τὼ | διωρόφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διωρόφοιν | τοῖν | διωρόφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διώροφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (δίς) δι- + -ώροφος (ὄροφος με συνθετική έκταση του ο σε ω
Πηγές
- διώροφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.