διφασικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διφασικός | η | διφασική | το | διφασικό |
| γενική | του | διφασικού | της | διφασικής | του | διφασικού |
| αιτιατική | τον | διφασικό | τη | διφασική | το | διφασικό |
| κλητική | διφασικέ | διφασική | διφασικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διφασικοί | οι | διφασικές | τα | διφασικά |
| γενική | των | διφασικών | των | διφασικών | των | διφασικών |
| αιτιατική | τους | διφασικούς | τις | διφασικές | τα | διφασικά |
| κλητική | διφασικοί | διφασικές | διφασικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διφασικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική diphasé [1] < αρχαία ελληνική (δις) δι- + φάσ(ις) + -ικός
Επίθετο
διφασικός, -ή, -ό
- (ηλεκτρολογία) που συνδυάζει δύο μονοφασικά εναλλασσόμενα ρεύματα
- (ουσιαστικοποιημένο) διφασικό
Αναφορές
- διφασικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.