μονοφασικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοφασικός η μονοφασική το μονοφασικό
      γενική του μονοφασικού της μονοφασικής του μονοφασικού
    αιτιατική τον μονοφασικό τη μονοφασική το μονοφασικό
     κλητική μονοφασικέ μονοφασική μονοφασικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοφασικοί οι μονοφασικές τα μονοφασικά
      γενική των μονοφασικών των μονοφασικών των μονοφασικών
    αιτιατική τους μονοφασικούς τις μονοφασικές τα μονοφασικά
     κλητική μονοφασικοί μονοφασικές μονοφασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονοφασικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monophasic < αρχαία ελληνική μόνος + φάσις

Επίθετο

μονοφασικός

  1. (ηλεκτρολογία) που έχει μόνο μία φάση
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μονοφασικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.