φάσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φάσῐς αἱ φάσεις
      γενική τῆς φάσεως τῶν φάσεων
      δοτική τῇ φάσει ταῖς φάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φάσῐν τὰς φάσεις
     κλητική ! φάσῐ φάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φάσει
γεν-δοτ τοῖν  φασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάσις < φαίνω
  • για τον δεύτερο ορισμό < φάσκω

Ουσιαστικό

φάσις θηλυκό

  1. Φανέρωση, καταγγελία
     συνώνυμα: φάνσις, καταμήνυσις
  2. Ισχυρισμός, δήλωση
     συνώνυμα: διαβεβαίωσις, βεβαίωσις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.