θεοσημία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοσημία οι θεοσημίες
      γενική της θεοσημίας των θεοσημιών
    αιτιατική τη θεοσημία τις θεοσημίες
     κλητική θεοσημία θεοσημίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεοσημία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεοσημία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

θεοσημία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Γεώργιος Δ. Ζηκίδης, Λεξικόν ορθογραφικόν, 4η βελτιωμένη έκδοση (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1926), σ. 530.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.