δικός μου
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δικός μου | η | δική μου & δικιά μου |
το | δικό μου |
| γενική | του | δικού μου | της | δικής μου & δικιάς μου |
του | δικού μου |
| αιτιατική | τον | δικό μου | τη | δική μου & δικιά μου |
το | δικό μου |
| κλητική | δικέ μου | δική μου & δικιά μου |
δικό μου | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δικοί μου | οι | δικές μου | τα | δικά μου |
| γενική | των | δικών μου | των | δικών μου | των | δικών μου |
| αιτιατική | τους | δικούς μου | τις | δικές μου | τα | δικά μου |
| κλητική | δικοί μου | δικές μου | δικά μου | |||
| Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈko.zmu/
Αντωνυμία
δικός μου, δική μου / δικιά μου, δικό μου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ίδιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.