narrative

Αγγλικά (en)

Επίθετο

narrative (en)

  1. αφηγηματικός

Ουσιαστικό

narrative (en)

  1. η αφήγηση, το αφήγημα
  2. (μεταφορικά) περιγραφή, περιγραφή έννοιας, ρητός ορισμός θεωρίας ή γνώμης

Σημειώσεις

Στην βιβλιογραφία και στον καθημερινό λόγο η μεταφορική σημασία της λέξης narrative είναι κατά πολύ συχνότερη της κυριολεκτικής.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.