διεθνιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διεθνιστής οι διεθνιστές
      γενική του διεθνιστή των διεθνιστών
    αιτιατική τον διεθνιστή τους διεθνιστές
     κλητική διεθνιστή διεθνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεθνιστής < διεθν(ής) + -ιστής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική internationaliste.[1] Δείτε δι- (δια-), έθνος

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.e.θniˈstis/ & /ði̯e.θniˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διεθνιστής

Ουσιαστικό

διεθνιστής αρσενικό (θηλυκό διεθνίστρια)

  1. (γενικότερα) οπαδός του διεθνισμού
  2. (ειδικότερα) οπαδός του μαρξιστικού διεθνισμού

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.