διασωληνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διασωληνωμένος | η | διασωληνωμένη | το | διασωληνωμένο |
| γενική | του | διασωληνωμένου | της | διασωληνωμένης | του | διασωληνωμένου |
| αιτιατική | τον | διασωληνωμένο | τη | διασωληνωμένη | το | διασωληνωμένο |
| κλητική | διασωληνωμένε | διασωληνωμένη | διασωληνωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διασωληνωμένοι | οι | διασωληνωμένες | τα | διασωληνωμένα |
| γενική | των | διασωληνωμένων | των | διασωληνωμένων | των | διασωληνωμένων |
| αιτιατική | τους | διασωληνωμένους | τις | διασωληνωμένες | τα | διασωληνωμένα |
| κλητική | διασωληνωμένοι | διασωληνωμένες | διασωληνωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διασωληνώνω, διά και σωλήνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
